ανακραυγή

ανακραυγή
η
δυνατή φωνή, κραυγή, ξεφωνητό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + κραυγή.
ΠΑΡ. ανακραυγάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Ιταλοελληνικό Νομοτεχνικό Λεξικό].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”